- μελισσοκόμοι
- μελισσοκόμοςkeeping beesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελιττοκόμοι — μελισσοκόμοι , μελισσοκόμος keeping bees masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρήθρα — Πίτα από κερί, την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες για την αποθήκευση του μελιού. Επικρέμεται στην οροφή της κυψέλης και αποτελείται από πλήθος μικρά εξάγωνα κελιά, μέσα στα οποία οι μέλισσες τοποθετούν το μέλι. Πολλές φορές, οι μελισσοκόμοι… … Dictionary of Greek